- ὀκτωκαιδεκάπεδος
- ὀκτωκαιδεκά-πεδος, ον,A eighteen feet long,
ξύλα IG42(1).109
ii 138 (Epid., iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλα IG42(1).109
ii 138 (Epid., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek